σκληροπρόσωπος

σκληροπρόσωπος
-ον, Α
(κυρίως μτφ.) θαρραλέος, απτόητος («υἱοὶ σκληροπρόσωποι και στερεοκάρδιοι», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + -πρόσωπος (< πρόσωπον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σκληροπρόσωποι — σκληροπρόσωπος hard masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόσωπο — Μέρος της κεφαλής που βρίσκεται κάτω από το μπροστινό τμήμα του κρανίου. Ο σκελετός του αποτελείται από 6 ζυγά οστά (άνω γνάθος, ζυγωματικό οστό, δακρυϊκό οστό, ρινικό οστό, κάτω ρινική κόγχη, υπερώιον) και από δύο μονά (κάτω γνάθος και ύνις)· τα …   Dictionary of Greek

  • σκληρός — I Ορεινός οικισμός (89 κάτ., υψόμ. 900 μ.), στην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (23 τ. χλμ., 89 κάτ.). II Επώνυμο βυζαντινής οικογένειας. 1. Νικήτας. Πατρίκιος στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’. Το… …   Dictionary of Greek

  • ԵՂՋԵՐԻԿ — ( ) NBH 1 0656 Chronological Sequence: Early classical, 14c ա. ԵՂՋԵՐԻԿ կամ ԵՂՋԻՒՐԻԿ. σκληροπρόσωπος durus facie Իբրեւ զեղջիւր պնդացեալ երեսօք. կաշի երես, անամօթ .... յն. կարծրադէմ. *Որդիք եղջերիկ (կամ եղջիւրիկք) եւ խստասիրտք են. Եզեկ. ՟Բ. 4: գ.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”